- διασπείρεται
- διασπείρωscatteraor subj mid 3rd sg (epic)διασπείρωscatterpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… … Dictionary of Greek
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
πάππος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ, πάπος, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιαστικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει 2. φρ. α) «πολλαπλασιαστικά αριθμητικά» ή, απλώς, «πολλαπλασιαστικά» τα αριθμητικά που λήγουν σε πλος, πλους και δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι ή από πόσα μέρη… … Dictionary of Greek
πολυηλεκτρολύτης — ο, Ν χημ. πολυμερής ουσία φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που διαλύεται ή διασπείρεται κολλοειδώς στο νερό ή σε άλλους διαλύτες και τα μόρια τής οποίας περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό θέσεων, όπου είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ιοντισμός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek